παναεργής

παναεργής
παν-αεργής, ές,
A all-undigested,

δόρπος Nic.Al.66

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παναεργής — παναεργής, ές (Α) (για φαγητό) εντελώς ακατέργαστος, αχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀεργής «ακατέργαστος»] …   Dictionary of Greek

  • παναεργέα — παναεργής all undigested neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παναεργής all undigested masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”